- αναγνωσματάριο
- τοβιβλίο για την εκμάθηση της ανάγνωσης: Το νέο αναγνωσματάριο είναι καλοτυπωμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναγνωσματάριο — και άρι, το το αναγνωστικό* (βλ. αναγνωστικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο το 1851] … Dictionary of Greek
ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν … Dictionary of Greek
αναγνωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάγνωση ή την αγαπά: Το αναγνωστικό κοινό του καλού βιβλίου στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. 2. το ουδ. ως ουσ., το αναγνωστικό το αναγνωσματάριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)